Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειρώνακτας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρώνακτας ο [xirónaktas] Ο5 : αυτός που δουλεύει με τα χέρια, που δεν κάνει πνευματική εργασία: Ο ξυλουργός είναι ~.

[λόγ. < αρχ. χειρῶναξ, αιτ. -ακτα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go