Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειρούργηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρούργηση η [xirúrjisi] Ο33 : η ενέργεια του χειρουργώ.

[λόγ. χειρουργη- (χειρουργώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go