Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειμερινός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμερινός -ή -ό [ximerinós] Ε1 : που αναφέρεται στο χειμώνα. α. που γίνεται ή που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα. ANT θερινός: Xειμερινά σπορ. ~ κινηματογράφος. Xειμερινά ρούχα, χειμωνιάτικα και ως ουσ. τα χειμερινά. || ~ κολυμβητής, που κολυμπάει και το χειμώνα. β. που ισχύει κατά τη διάρκεια του χειμώνα ή που ανήκει σ΄ αυτόν: Xειμερινή ώρα / περίοδος. || Xειμερινό ηλιοστάσιο*. χειμερινά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. χειμερινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go