Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χασαποσέρβικος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασαποσέρβικος ο [xasaposérvikos] Ο20 : είδος νεοελληνικού κυκλικού χορού.

[χασάπ(ικος) -ο- + σέρβικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go