Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτομάνι το [xartománi] Ο44α : (προφ., μειωτ.) για μεγάλο αριθμό χαρτιών (εγγράφων ή ιδιωτικών χειρογράφων), που συνήθ. δύσκολα μπορεί κανείς να τα διεκπεραιώσει ή να τα τακτοποιήσει.
[χαρτο- 1 + -μάνι]



