Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτοβασίλειο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτοβασίλειο το [xartovasílio] Ο41 : (ειρ., μειωτ.) α. γραφειοκρατία. β. κράτος όπου βασιλεύει η γραφειοκρατία.

[λόγ. χαρτο- 1 + βασίλειον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go