Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαριεντίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαριεντίζομαι [xarjendízome] Ρ2.1β : με διασκεδαστικές κουβέντες και παιχνιδιάρικη διάθεση προσπαθώ να προκαλέσω το ερωτικό κυρίως ενδιαφέρον του συνομιλητή μου: Tην είδα να χαριεντίζεται με κάποιο νεαρό.

[λόγ. < αρχ. χαριεντίζομαι `κάνω αστεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go