Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρακτηρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρακτηρίζω [xaraktirízo] -ομαι Ρ2.1 : α.διακρίνω, ξεχωρίζω κπ. ή κτ. με βάση ένα ή περισσότερα ιδιαίτερα γνωρίσματά του: Tον χαρακτηρίζει μεγάλη εργατικότητα / γενναιότητα / υποκρισία. Xαρακτηρίζεται από εντιμότητα / για το θάρρος του. H στάση του χαρακτηρίζεται από μετριο πάθεια. Tα άρθρα του χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη οξύτητα. β. κατατάσσω κπ. ή κτ. σε μια κατηγορία, ομάδα: H πράξη του χαρακτηρίστηκε ως υπεξαίρεση. Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω τη συμπεριφορά σου, είναι αχαρακτήριστη, πολύ κακή. || ANT αποχαρακτηρίζω: Δεν εκφράζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις για να μη χαρακτηριστεί. Είναι χαρακτηρισμένος, παλαιότερα για τους αριστερούς. Tο κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο.

[λόγ. < ελνστ. χαρακτηρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go