Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμαλοδουλειά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαλοδουλειά η [xamaloδulá] Ο24 : βαριά χειρωνακτική δουλειά που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλίκι: Aυτός ανέλαβε την ταξινόμηση των βιβλίων και σ΄ εμένα άφησε όλη τη ~, το κουβάλημα.

[χαμάλ(ης) -ο- + δουλειά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go