Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμαλοδουλειά η [xamaloδulá] Ο24 : βαριά χειρωνακτική δουλειά που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλίκι: Aυτός ανέλαβε την ταξινόμηση των βιβλίων και σ΄ εμένα άφησε όλη τη ~, το κουβάλημα.
[χαμάλ(ης) -ο- + δουλειά]



