Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλικόστρωση η [xalikóstrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω: H ~ του δρόμου. H αυλή έχει ~.
[λόγ. χαλικοστρω- (δες χαλικοστρώνω) -σις > -ση]