Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαζοχαρούμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαζοχαρούμενος -η -ο [xazoxarúmenos] Ε5 : (μειωτ.) για άνθρωπο ανόη το, αφελή, που συνήθ. έχει όψη χαρούμενη ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες συνθήκες.

[χαζο- + χαρούμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go