Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαζοχαρούμενος -η -ο [xazoxarúmenos] Ε5 : (μειωτ.) για άνθρωπο ανόη το, αφελή, που συνήθ. έχει όψη χαρούμενη ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες συνθήκες.
[χαζο- + χαρούμενος]



