Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαβούζα η [xavúza] Ο25 : α.δεξαμενή, κυρίως για βρόμικα νερά, για απόβλητα. || για χώρο πολύ βρόμικο: Οι παραλίες μας έχουν γίνει χαβούζες. β. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε μια υπόθεση ύποπτη, σκανδαλώδη.
[τουρκ. havuz `μικρή τεχνητή λίμνη΄ (από τα αραβ.) -α]



