Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαβούζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβούζα η [xavúza] Ο25 : α.δεξαμενή, κυρίως για βρόμικα νερά, για απόβλητα. || για χώρο πολύ βρόμικο: Οι παραλίες μας έχουν γίνει χαβούζες. β. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε μια υπόθεση ύποπτη, σκανδαλώδη.

[τουρκ. havuz `μικρή τεχνητή λίμνη΄ (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go