Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χίπης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χίπης ο [xípis] Ο11 θηλ. χίπισσα [xípisa] Ο27 : νεαρό άτομο που, με το παράξενο και ατημέλητο ντύσιμό του και με την αντίθετη προς κάθε κοινω νική συμβατικότητα συμπεριφορά του, εκδήλωνε την αντίθεσή του προς την καταναλωτική και συμβατική κοινωνία.

[αγγλ. hippie -ς· χίπ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go