Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χέσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χέσιμο το [xésimo] Ο50 : (προφ., οικ.) 1. η ενέργεια του χέζω: Πάει για ~. Ο γέρος πάει από πέσιμο ή από ~, για να δηλώσουμε ότι τα κατάγματα και οι γαστρεντερίτιδες οδηγούν συχνά τους γέρους στο θάνατο. 2. (μτφ.) α. χυδαία βρισιά: Έφαγε ένα γερό ~. β. περιφρόνηση: Όλ΄ αυτά είναι για ~. γ. μεγάλος φόβος.

[χεσ- (χέζω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go