Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χένα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χένα η [xéna] Ο25 : φυτική χρωστική ουσία που τη χρησιμοποιούν για το βάψιμο και για την περιποίηση των μαλλιών.

[αγγλ. henna (από τα αραβ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go