Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάπενιγκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπενιγκ το [xápeniŋg] Ο (άκλ.) : θεατρικό είδος στο οποίο οι ηθοποιοί, με συμμετοχή των θεατών, αυτοσχεδιάζουν στη σκηνή. || (επέκτ.) εκδήλωση που έχει θεατρικό και εντυπωσιακό χαρακτήρα: Tο ~ της βραδιάς. Kοσμικά ~.

[λόγ. < αγγλ. happening]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go