Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φόρμιγγα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρμιγγα η [fórmiŋga] Ο28 : αρχαίο ελληνικό έγχορδο μουσικό όργανο.

[λόγ. < αρχ. φόρμιγξ, αιτ. -ιγγα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go