Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρματ το [fórmat] & φορμάτ το [formát] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) η μορφή που δίνουμε σε ένα κείμενο όταν το επεξεργαζόμαστε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.
[λόγ. < αγγλ. format· λόγ. < γαλλ. format (ορθογρ. δαν.)]



