Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φόρματ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρματ το [fórmat] & φορμάτ το [formát] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) η μορφή που δίνουμε σε ένα κείμενο όταν το επεξεργαζόμαστε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

[λόγ. < αγγλ. format· λόγ. < γαλλ. format (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go