Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτοηλεκτρισμός ο [fotoilektrizmós] Ο17 : το φαινόμενο της εμφάνισης ηλεκτρικού φορτίου σε σώματα που υποβάλλονται σε φωτεινή ακτινοβολία.
[λόγ. φωτο- 1 + ηλεκτρισμός μτφρδ. αγγλ. photoelectricity < photo- = φωτο- 1 + electricity = ηλεκτρισμός]



