Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωτογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωτογράφος ο [fotoγráfos] Ο18 θηλ. φωτογράφος [fotoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία (λήψη, εμφάνιση, εκτύπωση κτλ.): Επαγγελματίας / ερασιτέχνης ~.

[λόγ. < γαλλ. photo graphe < photograph(ie) = φωτογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go