Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωτιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωτιστικός -ή -ό [fotistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φωτισμό, που είναι κατάλληλος για να φωτίζει: Φωτιστικά εφέ. Φωτιστικό οινόπνευμα / πετρέλαιο. Φωτιστικό σώμα και ως ουσ., το φωτιστικό: Πωλούνται φωτιστικά δαπέδου. Bιομηχανίες / βιοτεχνίες φωτιστικών.

[λόγ. < ελνστ. φωτιστικός `που φωτίζει΄ & σημδ. γαλλ. d΄éclairage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go