Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυτοπλαγκτόν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοπλαγκτόν το [fitoplaŋgtón] Ο γεν. φυτοπλαγκτού (χωρίς πληθ.) : πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς φυτικούς οργανισμούς (σε αντιδιαστολή προς το ζωοπλαγκτόν): Tα μολυσμένα νερά της Mεσογείου σκοτώνουν το ~ που βρίσκεται στο βυθό της.

[λόγ. < γαλλ. phytoplancton < phyto- = φυτο- + plancton = πλαγκτόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go