Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτευτός -ή -ό [fiteftós] Ε1 : 1. που τον έχουν φυτέψει, που δε φύτρωσε μόνος του: Xόρτα φυτευτά. 2. (μτφ.) που τον έχουν εμφυτεύσει μέσα σε κτ.: Φυτευτά δόντια, ψεύτικα, πρόσθετα δόντια τοποθετημένα κατάλλη λα στα φατνία. || (οικοδ.) φυτευτό υποστύλωμα, βοηθητικό υποστύλωμα που στηρίζεται πάνω σε δοκάρι. 3. (μτφ., προφ.) που δεν προέρχεται από το φυσικό του χώρο, που έχει έρθει, μεταφερθεί από αλλού: Mε φυτευτούς παίκτες δε γίνεται ομάδα.
[λόγ.: 1: αρχ. φυτευτός· 2: σημδ. γαλλ. planté]



