Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυτευτήρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτευτήρι το [fiteftíri] Ο44 : εργαλείο με αιχμηρό (συνήθ. μεταλλικό) άκρο, με το οποίο ανοίγουν στο έδαφος τρύπες για το φύτεμα.

[φυτεύ(ω) -τήρι (διαφ. το αρχ. φυτευτήριον `φυτώριο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go