Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυσιοθεραπευτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσιοθεραπευτής ο [fisioθerapeftís] & φυσικοθεραπευτής ο [fisikoθera peftís] Ο7 θηλ. φυσιοθεραπεύτρια [fisioθerapéftria] & φυσικοθεραπεύτρια [fisikoθerapéftria] Ο27 : ειδικός που (με οδηγίες γιατρού) εφαρμόζει θεραπευτική αγωγή με τα μέσα της φυσιοθεραπείας: Πήγα για μασάζ σε φυσιοθεραπευτή. Διπλωματούχος ~.

[λόγ. φυσιο(θεραπεία) + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. physiotherapist (< physiotherapy = φυσιοθεραπεία)· φυσικο-: λόγ. κατά το φυσικοθεραπεία· λόγ. φυσιοθεραπευ(τής), φυσικοθεραπευ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go