Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυλετικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλετικός -ή -ό [filetikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φυλή ή σε σχέσεις μεταξύ φυλών: Φυλετικά χαρακτηριστικά. Φυλετικές ομάδες / μειονότητες. Οι έγχρωμοι γίνονται συχνά αντικείμενο φυλετικών διακρίσεων. Φυλετικό μίσος. φυλετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φυλετικός `που ανήκει στην ίδια φυλή΄ (δες λ.) σημδ. γαλλ. & αγγλ. racial]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go