Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτωχόσπιτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχόσπιτο το [ftoxóspito] Ο41 : σπίτι φτωχικό ή σπίτι όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι. ANT πλουσιόσπιτο. || φτωχή οικογένεια.

[φτωχο- + σπίτ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go