Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτουράω [fturáo] & -ώ Ρ10.1α : (οικ., συνήθ. με άρνηση) είμαι αρκετός σε ποσότητα ή επαρκώ για ένα (επιθυμητό) χρονικό διάστημα: Φάτε και ψωμί, γιατί το φαΐ είναι λίγο και δε φτουράει. α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: Ο καινούριος παίκτης δε φτούρησε στην ομάδα. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά.
[ίσως λατ. obduro `επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]



