Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτιαχτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτιαχτός -ή -ό [ftxaxtós] Ε1 : που δεν είναι φυσικός, αληθινός, πραγματικός, που είναι τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος: Φτιαχτή ευγένεια / συμπεριφορά. Tα επιχειρήματά του ήταν φτιαχτά και δεν έπειθαν. φτιαχτά ΕΠIΡΡ.

[φτιάχ(νω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go