Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτιαχτός -ή -ό [ftxaxtós] Ε1 : που δεν είναι φυσικός, αληθινός, πραγματικός, που είναι τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος: Φτιαχτή ευγένεια / συμπεριφορά. Tα επιχειρήματά του ήταν φτιαχτά και δεν έπειθαν.
φτιαχτά ΕΠIΡΡ. [φτιάχ(νω) -τός]



