Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φρύγανο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρύγανο το [fríγano] Ο41 (συχνά πληθ.) : 1. μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθ. ως προσάναμμα σε φωτιά: Tα φρύγανα πήραν αμέσως φωτιά. 2. τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.

[λόγ. < αρχ. φρύγανον (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go