Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φρούρηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρούρηση η [frúrisi] Ο33 : η ενέργεια του φρουρώ, η φύλαξη, η επιτήρη ση χώρου, προσώπου κτλ.: Ειδικές αστυνομικές δυνάμεις ανέλαβαν τη ~ των αεροδρομίων.

[λόγ. < ελνστ. φρούρη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go