Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρονηματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρονηματισμός ο [fronimatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρονηματίζω.

[λόγ. < ελνστ. φρονηματισμός `έπαρση΄ κατά τη σημ. του φρονιματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες