Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραγή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φραγή η [frají] Ο29 : φυσικός φράχτης (από θαμνώδη φυτά).

[φραγ- (θ. συγγ. του φράζω) κατά το σχ.: αλλάζω - αλλαγή, σφάζω - σφαγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες