Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φούρια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούρια η [fúrja] Ο25α : 1. βιασύνη, ένταση των ρυθμών για να προλάβει κάποιος να κάνει ή να τελειώσει κτ.: Mη με καθυστερείς πάνω στη ~ της δουλειάς. Tον έπιασε ~ να τελειώνει γρήγορα. Γιατί τόση ~; Πάνω στη ~ μου ξέχασα να κλείσω φεύγοντας το γενικό διακόπτη. (έκφρ.) είμαι στις φούριες μου ή έχω φούριες, βιάζομαι, επείγομαι πολύ. 2. ορμητική κίνηση: Mπήκε / βγήκε με ~.

[μσν. *φούρια (πρβ. μσν. φουριάζω) < ιταλ. furia]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go