Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φουστανελάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουστανελάς ο [fustanelás] Ο1 : αυτός που φοράει φουστανέλα· (πρβ. τσολιάς): Ήρθαν μερικοί κουμπουροφόροι φουστανελάδες.

[φουστανέλ(α) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go