Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φουσκάλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουσκάλα η [fuskála] Ο25 : 1. κύστη του δέρματος που περιέχει υγρό ή πύον· φλύκταινα: Tα χέρια του, αμάθητα στο σκάψιμο, γέμισαν φουσκά λες. 2. φυσαλίδα.

[φούσκ(α) -άλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go