Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμαδόρος ο [fumaδóros] Ο18 θηλ. φουμαδόρισσα Ο27α : (προφ., λαϊκ.) αυτός που καπνίζει πολύ, μανιώδης καπνιστής.
[βεν. funador -ος· φουμαδόρ(ος) -ισσα]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[βεν. funador -ος· φουμαδόρ(ος) -ισσα]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |