Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλάρισμα το [fulárizma] Ο49 : (προφ.) 1. η ενέργεια του φουλάρω: Tο ~ του ρεζερβουάρ. H μηχανή δεν άντεξε στο ~ και κάηκε. 2. ο συνδυασμός φουλ στο πόκερ ή στην πόκα.
[φουλαρισ- (φουλάρω) -μα]



