Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φορητός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορητός -ή -ό [foritós] Ε1 : που μπορεί κάποιος να τον μεταφέρει (κυρ. να τον σηκώσει και να τον μετακινήσει): Φορητή τηλεόραση / κάμερα. Φορητά όπλα / ραδιοκασετόφωνα. ~ ηλεκτρονικός υπολογιστής.

[λόγ. < ελνστ. φορητός, αρχ. σημ.: `που φέρεται από΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go