Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φονεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φονεύω [fonévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) σκοτώνω1: Ου φονεύσεις, μία από τις Δέκα Εντολές.

[λόγ. < αρχ. φονεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες