Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοινικικός -ή -ό [finikikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φοίνικες ή προέρχεται από αυτούς: Φοινικικό αλφάβητο. H φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου.
[λόγ. < αρχ. Φοινικικός]



