Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιρμάνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιρμάνι το [firmáni] & φερμάνι το [fermáni] Ο44 : 1. σουλτανικό διάταγ μα. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός εγγράφου, και γενικότερα μηνύματος, που κοινοποιεί στον παραλήπτη κτ. (απόφαση, εντολή κτλ.) που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά: Ο ιδιοκτήτης μάς έστειλε ~ να αδειάσουμε το σπίτι. Mου ήρθε το ~ της εφορίας. (έκφρ.) βγάζω ~, παίρνω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.

[φερ-: τουρκ. ferman (από τα περσ.)· φιρ-: ίσως από επίδρ. των αγγλ., γαλλ., ιταλ. τύπων fir-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες