Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλύποπτος -η -ο [filípoptos] Ε5 : που εύκολα και διαρκώς υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα· καχύποπτος, δύσπιστος·.
[λόγ. φιλ(ο)- + ύποπτος κατά το καχύποπτος]



