Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλότιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες. φιλότιμα ΕΠIΡΡ.

[α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go