Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλόπατρις
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλόπατρις ο [filópatris] Ο γεν. φιλοπάτριδος, πληθ. φιλοπάτριδες, γεν. φιλοπάτριδων : (λόγ.) αυτός που αγαπάει την πατρίδα, τη χώρα του· πατριώτης: Σ΄ όλη του τη ζωή υπήρξε φλογερός ~.

[λόγ. < ελνστ. φιλόπατρις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go