Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλτράρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλτράρισμα το [filtrárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλτράρω: Tο ~ του νερού / του αέρα / του καφέ.

[φιλτραρισ- (φιλτράρω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go