Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοτελισμός ο [filotelizmós] Ο17 : η δραστηριότητα, η ενασχόληση που σχετίζεται με τη γνώση, με τη συλλογή (και την εμπορία) των γραμματοσήμων.
[λόγ. < γαλλ. philatélisme, philatélie < αρχ. φιλ(ο)- + ἀτέλ(εια) με παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐξ ἀτελείας `δωρεάν΄ ( [a > o] κατά το φιλο-) -isme = -ισμός]