Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοτελικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτελικός -ή -ό [filotelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φιλοτελισμό ή στο φιλοτελιστή.

[λόγ. < γαλλ. philatélique < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) (δες λ.) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go