Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοτελικός -ή -ό [filotelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φιλοτελισμό ή στο φιλοτελιστή.
[λόγ. < γαλλ. philatélique < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) (δες λ.) -ique = -ικός]



