Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλολαϊκός -ή -ό [filolaikós] Ε1 : που ευνοεί, που υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα: H κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα ακολουθήσει φιλολαϊκή πολιτική.
[λόγ. φιλο- + λαϊκός]



