Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοκυβερνητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοκυβερνητικός -ή -ό [filokivernitikós] Ε1 : που είναι φιλικός προς την κυβέρνηση μιας χώρας· κυβερνητικός. ANT αντικυβερνητικός: Φιλοκυβερνητικές εφημερίδες. || (ως ουσ.).

[λόγ. φιλο- + κυβερνητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go